βύσσος

βύσσος
βύσσος, ,
A flax, and the linen made from it, Emp.93, Theoc.2.73, etc.; used of perennial flax, Linum angustifolium, grown in Elis, Paus.6.26.6, and of Linum usitatissimum, = λίνον Ἑβραίων, Id.5.5.2; also, in later writers, of Indian cotton, Gossypium herbaceum, Poll. 7.76, Philostr.VA2.20; and of silk,

τὰ Σηρικὰ ἔκ τινων φλοιῶν ξαινουένης βύσσου Str.15.1.20

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βυσσός — depth of the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσω — βύσσος flax fem nom/voc/acc dual βύσσος flax fem gen sg (doric aeolic) βύζω to be frequent aor subj act 1st sg βύζω to be frequent aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύττος — βύσσος , βύσσος flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῖο — βυσσός depth of the sea masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῦ — βυσσός depth of the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσῷ — βυσσός depth of the sea masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσόν — βυσσός depth of the sea masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσοιο — βύσσος flax fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”